- ὑπεμπίπρημι
- ὑπεμ-πίπρημι,A put fire under, set on fire, J.BJ2.19.4, D.C.62.16 (dub. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεμπίπρημι — Α υποκαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐμπίπρημι «καίω, πυρπολώ»] … Dictionary of Greek